αχάτης

αχάτης
Ορυκτό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), παραλλαγή του χαλκηδονίου. Ονομάζεται και ταινιωτός χαλκηδόνιος, γιατί χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή διαφανών και αδιαφανών ζωνών που συνθέτουν διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό υλικό και σφραγιδόλιθος· κατασκευάζονται επίσης από α. μικρά γουδιά που χρησιμοποιούνται στα χημικά εργαστήρια, χάρη στην αξιοσημείωτη σκληρότητα και την ανθεκτικότητά του στα διάφορα χημικά αντιδραστήρια. Γνωστά αξιόλογα κοιτάσματα είναι της Βραζιλίας, της Ουρουγουάης, της Ινδίας και της Μαδαγασκάρης. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα α. Βρίσκεται μόνο σε ρωγμές και σε κοιλότητες διαφόρων πετρωμάτων. Αχάτης, με τη δομή κατά ζώνες, αδιαφανείς η διαφανείς και με τη μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του (φωτ. Gilardi). Ο αχάτης χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό υλικό, αλλά και σπανιότερα ως σφραγιδόλιθος (φωτ. Gilardi).
* * *
ο (AM ἀχάτης)
ημιπολύτιμο πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική διαφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. και, κατά μία άποψη, σημιτικής προελεύσεως. Ο ποταμός της Σικελίας καθώς και το κύριο όνομα Αχάτης πρέπει να έλαβαν την ονομασία τους από το όνομα του λίθου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀχάτης — agate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχάτης — ο ημιπολύτιμος λίθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχάται — ἀχάτης agate masc nom/voc pl ἀχάτᾱͅ , ἀχάτης agate masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχατῶν — ἀχάτης agate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχάτην — ἀχάτης agate masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχάτου — ἀχάτης agate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχάτῃ — ἀχάτης agate masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

  • ἀχάτας — ἀχάτᾱς , ἀχάτης agate masc acc pl ἀχάτᾱς , ἀχάτης agate masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”